- ἠθικωτέρας
- ἠθικωτέρᾱς , ἠθικόςmoralfem acc comp plἠθικωτέρᾱς , ἠθικόςmoralfem gen comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.